κουφόβραση

κουφόβραση
η [κουβοβράζω]
η πνιγηρή ατμοσφαιρική κατάσταση σε θερμή και υγρή θερινή ημέρα κατά την οποία υπάρχει άπνοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουφόβραση — η θερινός καύσωνας σε νεφελώδη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναβρασίλα — η αναβρασμός, υπερβολική ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάβραση + ίλα] …   Dictionary of Greek

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • νεφόκαμα — το καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφό καμα)] …   Dictionary of Greek

  • συννεφόκαμμα — το, και συννεφόκαψη, η, Ν συννεφιά και πολλή ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο + κάμα / κάψη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”